- πρωτεϊκός
- -ή, -ό, Ν [Πρωτεύς]1. αυτός που αλλάζει συνεχώς μορφές, που μεταμορφώνεται, όπως ο θεός Πρωτεύς2. μτφ. αυτός που αλλάζει συχνά ιδέες, ασταθής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτεϊκός — ή, ό αυτός που αλλάζει συνεχώς, όπως ο θεός Πρωτέας της μυθολογίας άλλαζε μορφές: Πρωτεϊκός χαρακτήρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυπρόσωπος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από ή στον οποίο παίρνουν μέρος πολλά πρόσωπα: Πολυπρόσωπο θεατρικό έργο. 2. μτφ., αυτός που παρουσιάζεται αλλαγμένος, με πολλές όψεις, πολύμορφος, πρωτεϊκός, ανειλικρινής, απατεώνας: Πολυπρόσωπος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)